προδοματικός

προδοματικός
-ή, -όν, Α [πρόδομα, -ατος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προκαταβολή
2. αυτός που γίνεται με προκαταβολή («εἰς ἀπόδοσιν προδοματικῆς μισθώσεως», πάπ.)
3. αυτός που προκαταβάλλεται («προδοματικοῡ μισθοῡ», πάπ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”